- Αἰθιοπίζω
- Αἰθιοπίζω,A to speak or be like an Ethiopian, Hld.10.39.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Αἰθιοπίζων — Αἰθιοπίζω to speak pres part act masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθιοπίσσαν — Αἰθιοπίζω to speak aor part act neut nom/voc/acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθιόπισσα — Αἰθιοπίζω to speak aor ind act 1st sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αἰθιόπισσαν — Αἰθιοπίζω to speak aor ind act 3rd pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αιθίοπας — ο (θηλ. ισσα και ίδα) (Α αρσ. και θηλ. Αἰθίοψ, θηλ. και Αἰθιοπίς και αργότερα Αἰθιόπισσα) αυτός που κατάγεται από την Αιθιοπία ή διαμένει εκεί αρχ. επίσης ηλιοκαμένος, αυτός που έχει μαύρο πρόσωπο, που ανήκει δηλ. στη μαύρη φυλή, νέγρος, αράπης… … Dictionary of Greek